ἑβδομάδων

ἑβδομάδων
ἑβδομάς
the number seven
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Бекштрем, Альберт Густавович — Альберт Густавович Бекштрем Альберт Иоганн Вильгельм Густавович Бекштрем Дата рождения: 7 января 1872(1872 01 07) Место рождения: Санкт Петербург Дата смерти …   Википедия

  • Бекштрем — Бекштрем, Альберт Густавович Альберт Густавович Бекштрем Альберт Иоганн Вильгельм Густавович Бекштрем Дата рождения: 7 января 1872(1872 01 07) Место рождения: Санкт Петербург Дата смерти …   Википедия

  • ГИППОКРАТ —     ГИППОКРАТ (Ἱπποκράτης) Косский (460, о. Кос ок. 377 до н. э., Лариса, Фессалия), др. греч. врач, один из основоположников научного подхода к болезням человека и их лечению, указывал на необходимость изучения широкого круга дисциплин для… …   Античная философия

  • вьсѧкыи — (вьсѧкыи3000) пр. 1. Всякий, каждый, любой: И не всѩкого чл҃вка въведи въ домъ свои блюді сѩ зълодѣ˫а (πάντα) Изб 1076, 148; на сеи правдѣ. первоѥ ходити новгородцю послѹ и всѩкомѹ новгородцю. Гр 1189–1199 (новг.); вьс˫акомѹ же хот˫ащю быти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ESSENI — qui et Essaei, aliis Osseni, Hessaei, vel etiam aliquando Hasidaei, secta Iudaeorum magni nominis, qui quod altius, et sublimius omnia specularentur, soli Philosophorum in illa gente titulum merei videbantur: Rationalem Philosophiae partem, velut …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”